Αντικείμενο & Στόχοι
Η κατανάλωση ελαιολάδου από τους Μεσογειακούς πληθυσμούς αποτελεί ασπίδα προστασίας κατά των καρδιαγγειακών νοσημάτων και της εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου όπως μαστού, προστάτη, παχέος εντέρου και παγκρέατος. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το ελαιόλαδο προστατεύει από τη χρόνια φλεγμονή η οποία ως γνωστόν αποτελεί μέρος διάφορων παθολογικών μηχανισμών, ενώ παράλληλα βελτιώνει τη γνωστική λειτουργία, συμβάλει στην προστασία του γαστρεντερικού συστήματος καθώς και στην υγεία των οστών. Ο καρκίνος και τα φλεγμονώδη νοσήματα αποτελούν δύο από τις κυριότερες και σε μεγάλο βαθμό, αλληλοσυνδεόμενες ασθένειες στον σύγχρονο κόσμο. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο αναμένεται να ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια το 2020 και οι νέες περιπτώσεις της νόσου να αυξηθούν στα 16 εκατομμύρια. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της καρκινογένεσης φαίνεται να κατέχει και η χρόνια φλεγμονή, αφού έχει υπολογιστεί ότι ευθύνεται για το 25% των παραγόντων που προκαλούν καρκίνο. Η φλεγμονή είναι κομμάτι μίας πολύπλοκης βιολογικής απόκρισης η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ισορροπία μεταξύ των κυτταροκινών που προάγουν την φλεγμονή, και όσων την αναστέλλουν. Συνήθως η φλεγμονή που προηγείται της καρκινογένεσης προκαλείται από την απορύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και την αυτοανοσία, όπως στη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου η οποία προδιαθέτει για καρκίνο του παχέος εντέρου.
Σύμφωνα με πληθώρα επιστημονικών ανακοινώσεων, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών της δικής μας ερευνητικής ομάδας, η αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδης και αντικαρκινική δράση του ελαιόλαδου οφείλεται κυρίως σε τρεις πολυφαινόλες: την υδροξυτυροσόλη (ΥΤ, hydroxytyrosol), την ολευρωπεΐνη (OE, oleuropein) και την ολεοκανθάλη (OK, oleocanthal). Ωστόσο, μετά την επεξεργασία του ελαιοκάρπου για την παραγωγή ελαιολάδου, μόνο το 1-2% αυτών των ενώσεων βρίσκεται στο τελικό ελαιόλαδο, ενώ η πλειοψηφία τους χάνεται στα απόβλητα του ελαιοτριβείου. Οι τρεις παραπάνω βασικοί μεταβολίτες εντοπίζονται σε υψηλά ποσοστά στα φύλλα της ελιάς, στον καρπό και στα απόβλητα ελαιοτριβείου. Ειδικότερα, η ΟΕ, ο κύριος δευτερογενής μεταβολίτης στα φύλλα της ελιάς, συναντάται σε συγκεντρώσεις που μπορεί να υπερβούν το 15%.
Το DDIOL αποτελεί μια καινοτόμο προσέγγιση που στοχεύει στην αξιοποίηση των συγκεκριμένων πολυφαινολών της ελιάς για τη σύνθεση νέων δραστικών ουσιών με αντιφλεγμονώδη και/ή αντικαρκινική δράση. Οι τρεις αυτές πολύτιμες πολυφαινόλες (ΥΤ, ΟΕ, ΟΚ), θα απομονωθούν από προσιτές πρώτες ύλες (φύλλα ελιάς, ελαιόκαρπο, λύματα ελαιοτριβείου) σε μεγάλη εργαστηριακή/πιλοτική κλίμακα και θα χρησιμοποιηθούν ως βασικά αντιδρώντα για σύνθεση νέων βιοδραστικών ενώσεων.
Ο ορθολογικός σχεδιασμός αυτών των ενώσεων θα στηρίζεται σε δομικά – χημικά χαρακτηριστικά που η βιβλιογραφία έχει δείξει ότι ευνοούν την αντικαρκινική/αντιφλεγμονώδη δράση ενώ θα συνοδεύεται από μεθόδους μελέτης και ενδεχόμενης βελτίωσης των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων τους (ADMET, φίλτρα drug-likeness, τοξικότητα, κτλ).
Οι προτεινόμενοι επί μέρους στόχοι του Έργου είναι οι εξής:
Αντικείμενο & Στόχοι
Η κατανάλωση ελαιολάδου από τους Μεσογειακούς πληθυσμούς αποτελεί ασπίδα προστασίας κατά των καρδιαγγειακών νοσημάτων και της εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου όπως μαστού, προστάτη, παχέος εντέρου και παγκρέατος. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το ελαιόλαδο προστατεύει από τη χρόνια φλεγμονή η οποία ως γνωστόν αποτελεί μέρος διάφορων παθολογικών μηχανισμών, ενώ παράλληλα βελτιώνει τη γνωστική λειτουργία, συμβάλει στην προστασία του γαστρεντερικού συστήματος καθώς και στην υγεία των οστών. Ο καρκίνος και τα φλεγμονώδη νοσήματα αποτελούν δύο από τις κυριότερες και σε μεγάλο βαθμό, αλληλοσυνδεόμενες ασθένειες στον σύγχρονο κόσμο. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο αναμένεται να ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια το 2020 και οι νέες περιπτώσεις της νόσου να αυξηθούν στα 16 εκατομμύρια. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της καρκινογένεσης φαίνεται να κατέχει και η χρόνια φλεγμονή, αφού έχει υπολογιστεί ότι ευθύνεται για το 25% των παραγόντων που προκαλούν καρκίνο. Η φλεγμονή είναι κομμάτι μίας πολύπλοκης βιολογικής απόκρισης η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ισορροπία μεταξύ των κυτταροκινών που προάγουν την φλεγμονή, και όσων την αναστέλλουν. Συνήθως η φλεγμονή που προηγείται της καρκινογένεσης προκαλείται από την απορύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος και την αυτοανοσία, όπως στη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου η οποία προδιαθέτει για καρκίνο του παχέος εντέρου.
Σύμφωνα με πληθώρα επιστημονικών ανακοινώσεων, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών της δικής μας ερευνητικής ομάδας, η αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδης και αντικαρκινική δράση του ελαιόλαδου οφείλεται κυρίως σε τρεις πολυφαινόλες: την υδροξυτυροσόλη (ΥΤ, hydroxytyrosol), την ολευρωπεΐνη (OE, oleuropein) και την ολεοκανθάλη (OK, oleocanthal). Ωστόσο, μετά την επεξεργασία του ελαιοκάρπου για την παραγωγή ελαιολάδου, μόνο το 1-2% αυτών των ενώσεων βρίσκεται στο τελικό ελαιόλαδο, ενώ η πλειοψηφία τους χάνεται στα απόβλητα του ελαιοτριβείου. Οι τρεις παραπάνω βασικοί μεταβολίτες εντοπίζονται σε υψηλά ποσοστά στα φύλλα της ελιάς, στον καρπό και στα απόβλητα ελαιοτριβείου. Ειδικότερα, η ΟΕ, ο κύριος δευτερογενής μεταβολίτης στα φύλλα της ελιάς, συναντάται σε συγκεντρώσεις που μπορεί να υπερβούν το 15%.
Το DDIOL αποτελεί μια καινοτόμο προσέγγιση που στοχεύει στην αξιοποίηση των συγκεκριμένων πολυφαινολών της ελιάς για τη σύνθεση νέων δραστικών ουσιών με αντιφλεγμονώδη και/ή αντικαρκινική δράση. Οι τρεις αυτές πολύτιμες πολυφαινόλες (ΥΤ, ΟΕ, ΟΚ), θα απομονωθούν από προσιτές πρώτες ύλες (φύλλα ελιάς, ελαιόκαρπο, λύματα ελαιοτριβείου) σε μεγάλη εργαστηριακή/πιλοτική κλίμακα και θα χρησιμοποιηθούν ως βασικά αντιδρώντα για σύνθεση νέων βιοδραστικών ενώσεων.
Ο ορθολογικός σχεδιασμός αυτών των ενώσεων θα στηρίζεται σε δομικά – χημικά χαρακτηριστικά που η βιβλιογραφία έχει δείξει ότι ευνοούν την αντικαρκινική/αντιφλεγμονώδη δράση ενώ θα συνοδεύεται από μεθόδους μελέτης και ενδεχόμενης βελτίωσης των φαρμακοκινητικών ιδιοτήτων τους (ADMET, φίλτρα drug-likeness, τοξικότητα, κτλ).
Οι προτεινόμενοι επί μέρους στόχοι του Έργου είναι οι εξής:
- Ανάπτυξη μεθόδου για την απομόνωση δευτερογενών μεταβολιτών της ελιάς σε μεγάλη κλίμακα
- «Μετατροπή» των δευτερογενών μεταβολιτών σε δομικά ενδιάμεσα απαραίτητα/ικανά για τη σύνθεση νέων ενώσεων
- Σχεδιασμός και σύνθεση νέων μορίων με φαρμακευτικό ενδιαφέρον καθώς και βελτιστοποίηση υπαρχόντων ενώσεων-οδηγών
- Διεξοδική προκλινική αξιολόγηση (κυτταρικά συστήματα & in vivo) των επιλεγμένων μικρών μορίων
- Φαρμακοκινητικές μελέτες επιλεγμένων βέλτιστων παραγώγων

- Ανάπτυξη μεθόδου για την απομόνωση δευτερογενών μεταβολιτών της ελιάς σε μεγάλη κλίμακα
- «Μετατροπή» των δευτερογενών μεταβολιτών σε δομικά ενδιάμεσα απαραίτητα/ικανά για τη σύνθεση νέων ενώσεων
- Σχεδιασμός και σύνθεση νέων μορίων με φαρμακευτικό ενδιαφέρον καθώς και βελτιστοποίηση υπαρχόντων ενώσεων-οδηγών
- Διεξοδική προκλινική αξιολόγηση (κυτταρικά συστήματα & in vivo) των επιλεγμένων μικρών μορίων
- Φαρμακοκινητικές μελέτες επιλεγμένων βέλτιστων παραγώγων

Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του DDIOL αποτελεί ο συνδυασμός επιστημονικής αριστείας και τεχνογνωσίας των ερευνητικών ομάδων στην απομόνωση των δευτερογενών μεταβολιτών της ελιάς, στη χρήση τεχνολογιών αιχμής για την ανάπτυξη δραστικών μορίων και τη σύνθεση ενώσεων φαρμακολογικού ενδιαφέροντος, στην in silico αξιολόγηση σχέσης δομής/δράσης, και τέλος, στην εφαρμογή ευρέως αναγνωρισμένων κυτταρικών και in vivo προτύπων για την αξιολόγηση βιοδραστικών ενώσεων.
Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του DDIOL αποτελεί ο συνδυασμός επιστημονικής αριστείας και τεχνογνωσίας των ερευνητικών ομάδων στην απομόνωση των δευτερογενών μεταβολιτών της ελιάς, στη χρήση τεχνολογιών αιχμής για την ανάπτυξη δραστικών μορίων και τη σύνθεση ενώσεων φαρμακολογικού ενδιαφέροντος, στην in silico αξιολόγηση σχέσης δομής/δράσης, και τέλος, στην εφαρμογή ευρέως αναγνωρισμένων κυτταρικών και in vivo προτύπων για την αξιολόγηση βιοδραστικών ενώσεων.